-
1 μινύθω
II intr., become smaller or less, decrease,μινύθουσι δὲ οἶκοι ἐν σέλαϊ μεγάλῳ Il.17.738
;μινύθει δέ τε ἔργ' ἀνθρώπων 16.392
, cf. Hes.Op. 409; μινύθουσι δὲ οἶκοι, from want of heirs, ib. 244;μινύθει δέ τοι ἦτορ ἑταίρων Od.4.374
;μ. κραδίη Thgn.361
; ἀρετᾶς οὐ μινύθει (fort. μινύνθη)ἅμα σώματι φέγγος B.3.90
; μ. αἱ σάρκες shrink, waste, Hp.Art.53, Mochl.19: used by Trag. only in lyr., A.Th. 920, Eu. 374, S.OC 686;τὰς νύκτας ἔφασκον τῶ θέρεος μινύθειν Theoc.21.23
. (Cf. Skt. minóti, minā´ti 'diminish', 'violate', 'damage', Lat. minuo, etc.; cf. μείων.) -
2 μινύθω
μινύθω, 1) kleiner machen, vermindern, schwächen; Il. 15, 492, μένος, ἀρετήν, 20, 242, μινύϑεσκον ἔδοντες, Od. 14, 17; Hes. O. 6. – 2) intrans., kleiner werden, hinschwinden, abnehmen; ἔργα ἀνϑρώπων, Il. 16, 392, οἶκοι, 17, 738, wie Hes. O. 242; ῥινός, Od. 12, 46; ἦτορ, 4, 374; ἃ (φρὴν) κλαιομένας μου μινύϑει, Aesch. Spt. 903, δόξαι τακόμεναι μινύϑουσιν ἄτιμοι, Eum. 352; οὐδ' ἄϋπ νοι κρῆναι μινύϑουσι, Soph. O. C. 692; sp. D., wie Ap. Rh. 1, 286; ὀδυρόμεναι μίνυϑον, Qu. Sm. 3, 406.
-
3 σελας
τό (в прозе только nom. и acc. sing., Hom. и Hes. тж. gen. σέλαος и dat. σέλαϊ - стяж. σέλᾳ, Anth. pl. σέλᾱ - gen. σελάων)1) свет, сияние(μήνης Hom.; ἡλίου Aesch.; ἡμέρας Soph.)
2) пламя, огонь3) блеск, сверкание(ἐξ ὀμμάτων Aesch.; ὀφθαλμοῦ Eur.)
4) молния(σ. Διός Soph.)
5) факелσ. ἐν χείρεσσιν ἔχειν HH. — держать в руках факел
См. также в других словарях:
μινύθω — (Α) (μόνο στον ενεστ. και στον ιων. πρτ. μινύθεσκον) 1. καθιστώ κάτι μικρότερο, περικόπτω («Ζεὺς δ ἀρετὴν ἄνδρεσσιν ὀφέλλει τε μινύθει τε», Ομ. Ιλ.) 2. ελαττώνω κατά τον αριθμό 3. γίνομαι μικρότερος, ελαττώνομαι («μινύθῃ δὲ τε ἔργον», Ησίοδ.) 4.… … Dictionary of Greek